- εξημερωτικός
- -ή, -ό [εξημέρωση]αυτός που συμβάλλει στην εξημέρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξημερωτικός — ή, ό που μπορεί να εξημερώνει, κατευναστικός, εκπολιτιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)